κοπροφιλία

κοπροφιλία
η
(ψυχιατρ.) νοσηρή κατάσταση κατά την οποία το πάσχον άτομο αρέσκεται στις ακαθαρσίες τών περιττωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprophilia < copro-phil- (πρβλ. κοπρόφιλος) + κατάλ. -ia (πρβλ. -ία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοπρόφιλος — ο άτομο που πάσχει από κοπροφιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprophilous < copro (πρβλ. κόπρος [Ι]) + philous (πρβλ. φιλος < φίλος)] …   Dictionary of Greek

  • κόπρος — Αρχαίος αττικός δήμος της Ιπποθοωντίδας φυλής. Βρισκόταν στο ομώνυμο νησί, το οποίο ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί ταυτίζουν με το σημερινό Γαϊδουρονήσι, άλλοι με τη Λέρο και άλλοι με κάποιο νησάκι που υπήρχε κοντά στην Ελευσίνα, το οποίο σταδιακά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”